Η Βυζαντινή Βέροια τιμά την πρώτη πολιούχο της, Αγία Ιερουσαλήμ.

Ειδήσεις Πολιτισμός

Το εσπέρας της Κυριακής, 3ης Σεπτεμβρίου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον Πανηγυρικό Εσπερινό της εορτής της Αγίας Ιερουσαλήμ και των τριών τέκνων αυτής και κήρυξε τον θείο λόγο στον Ιερό Ναό του Οσίου Αντωνίου, πολιούχου Βεροίας.

Στη διάρκεια της Ακολουθίας τέθηκε σε προσκύνηση η Τιμία Κάρα της Αγίας Ιερουσαλήμ, η οποία μαρτύρησε τον 3ο αιώνα στη Βέροια με τα τρία παιδιά της και αποτέλεσε την πρώτη πολιούχο της πόλεως.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, μαρτυρι­κοῖς ἐγκωμίοις τιμήσωμεν, μητέρα θεόφρονα, σύν ἁγίοις υἱοῖς, ὑπέρ Χριστοῦ συμφώνως ἀθλήσαντας».

Μέ αὐτούς τούς λόγους μᾶς προ­έτρεψε πρό ὀλίγου ὁ ἱερός ὑμνο­γράφος νά τιμήσουμε, ἐδῶ στόν ἱερό ναό τοῦ πολιούχου μας ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ νέου, τήν πρώτη πολιοῦχο τῆς πόλεώς μας. Νά τιμήσουμε καί νά πανηγυρίσουμε τή μνήμη μιᾶς μητέρας, μιᾶς μάρ­τυρος, μιᾶς ὁσίας· τή μνήμη τῆς ἁγίας Ἱερουσαλήμ καί τῶν τριῶν παιδιῶν της, τῶν ἁγίων Σεκένδου, Σεκενδίκου καί Κηγόρου.

Καί ἡ ἁγία Ἱερουσαλήμ ἀλλά καί τά τρία παιδιά της πίστευσαν στόν Χριστό, πίστευσαν στή διδασκαλία του μέ τόση θέρμη καί τόση ἀγάπη, ὥστε δέν δίστασαν καθόλου νά θυσιάσουν τή ζωή τους, προ­κει­μένου νά μήν ἀρνηθοῦν αὐτή τήν πίστη καί τήν ἀγάπη στόν Χριστό.

Γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, πού καταβάλλει κάθε προσπάθεια καί ὑποβάλλεται σέ κάθε θυσία καί δα­πα­νᾶ χρήματα γιά νά κερδίσει κά­ποια παράταση τῆς ζωῆς του, ἡ ἀπόφαση τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκ­κλη­­σίας μας νά θυσιάσουν ἑκούσια τή ζωή τους γιά τόν Χριστό θεω­ρεῖ­ται ἀπό πολλούς ἀνοησία, θεω­ρεῖ­ται ἴσως παράλογη ἐνέργεια. Κι ὅμως στόν δρόμο αὐτῆς τῆς ἑκού­σιας, τῆς θεληματικῆς θυσίας τῆς ζωῆς τους γιά τόν Χριστό καί γιά τήν ἀγάπη του δέν βάδισαν μερικές δεκάδες ἤ ἑκατοντάδες μάρτυρες μόνο, ἀλλά ἑκατομμύρια γνωστῶν καί ἀγνώστων πιστῶν σέ κάθε ση­μεῖο τῆς γῆς καί σέ κάθε ἐποχή. Στόν δρόμο αὐτό βάδισαν ὅσοι κα­τά­λαβαν καί πίστευσαν τόν λόγο τοῦ Κυρίου «τί γάρ ὠφελήσει ἄν­θρω­πον ἐάν κερδήσῃ τόν κό­σμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐ­τοῦ;» Γιατί ζημία τῆς ψυχῆς εἶ­ναι ἡ ἄρνηση τῆς πίστεως. Ζημία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀγά­πης τοῦ Χριστοῦ. Ζημία τῆς ψυχῆς εἶ­ναι νά ἀρνεῖται ὁ ἄνθρω­πος τόν πολύτιμο μαργαρίτη Χρι­στό, προ­κει­μένου νά ἀποκτήσει κά­ποια ὑλι­κά ἀγαθά ἤ κάποιες ἐφή­μερες ἀπο­λαύσεις πού προσέ­φε­ραν ὡς δέ­λε­αρ οἱ Χριστομάχοι αὐτο­κρά­τορες ἤ πού προσφέρει ὁ κό­σμος σέ κάθε ἐποχή.

Νομίζουμε πολλές φορές πώς ἡ ζωή μας στή γῆ εἶναι τό πᾶν καί ξεχνοῦμε θεληματικά ὅτι δέν εἶναι τίποτε. Λίγα χρόνια διαρκεῖ, τά ὁποῖα, ὅσο πολλά καί ἐάν μᾶς φαί­νονται, ὅσα πολλά καί ἐάν εὐχό­μα­στε καί ἐπιθυμοῦμε νά εἶναι, εἶναι ἐλάχιστα σέ σύγκριση μέ τήν αἰω­νιό­τητα, μέ τήν αἰώνια ζωή. Ξεχνοῦμε πώς ἡ πραγμα­τική καί ἀληθινή ζωή τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι μαζί μέ τήν Ζωή, μαζί δηλαδή μέ τόν Χριστό πού εἶναι ἡ Ζωή, καί ἡ ζωή αὐτή εἶναι αἰώνια καί ἀτελεύτητη. Γι᾽ αὐτή τήν αἰώ­νια ζωή μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Καί γι᾽ αὐτήν μᾶς ἀνέπλασε μέ τήν ἐναν­θρώπηση τοῦ Υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος θυσιάσθηκε «ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν» οἱ ἄνθρωποι.

Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι στή γῆ, εἶναι αὐτή πού ζοῦμε. Καί ξεχνοῦμε ὅτι ἡ πραγματική μας ζωή εἶναι αὐτή πού θά ζήσουμε στόν οὐρανό. Εἶναι αὐτή πού ζοῦν οἱ ἅγιοι μάρτυρες. Εἶναι αὐτή πού ζεῖ ἡ ἁγία Ἱερουσαλήμ καί τά πα­ιδιά της. «Ἡ ζωή ἡμῶν κέκρυ­πται», λέγει ὁ ἀπόστολος. Καί αὐτή τήν κεκρυμμένη ζωή μᾶς ἀποκαλύ­πτει ὁ Χριστός, προσφέροντάς μας μιά πρόγευσή της ἀπό αὐτόν τόν κόσμο μέσω τῆς Ἐκκλησίας του καί μέσω τῶν μυστηρίων της. Αὐτή τήν κεκρυμμένη ζωή πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Χριστός ἀντικρίζουμε κάθε φορά πού μπαίνουμε στόν ἱερό ναό, πού εἶναι ἡ «πύλη τοῦ οὐρανοῦ». Αὐτή τήν κεκρυμμένη ζωή, πού ζοῦν οἱ ἅγιοι καί οἱ μάρ­τυ­ρες, προγευόμαστε καί ἐμεῖς κά­θε φορά πού στρέφουμε τό βλέμμα μας στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου, κάθε φορά πού βλέπουμε τίς μορφές τῶν ἁγίων μας στίς τοιχογραφίες τῶν ἱερῶν μας ναῶν. Οἱ ἁγιογράφοι δέν τούς ἀπεικονίζουν μέ φυσικό τρό­πο, ἀλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», μέ τή μορφή πού ἔχουν στόν οὐρανό, μέ τήν καλή ἀλλοίωση τῆς μορφῆς τους πού ἔχουν δεχθεῖ μέ τή θεία χάρη, μέ τή μορφή πού ἔχουν ἐκεῖ ὅπου κατοικοῦν, στήν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ «ἧς τεχνίτης καί δημι­ουργός ὁ Θεός».

Σ᾽ αὐτή τήν ὁμώνυμή της πόλη κατοικεῖ καί ἡ ἁγία μάρτυς Ἱερου­σα­λήμ καί τά τέκνα της, οἱ ἅγιοι μάρτυρες Σεκένδος, Σεκένδικος καί Κήγορος, πού τιμοῦμε σήμερα. Καί ζεῖ ἐκεῖ, γιατί συνειδητοποίησε διά τῆς πίστεως ποῦ βρίσκεται ἡ πραγματική ζωή. Συνειδητοποίησε διά τῆς ἀγάπης στόν Χριστό «ὅτι οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦ­μεν». Καί αὐτή τήν μέλλουσα πό­λη, τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, βρῆκε διά τοῦ μαρτυρίου της καί σ᾽ αὐτήν κατοικεῖ ἡ ἁγία, πρεσβεύοντας στόν Θεό γιά νά ἀξιωθοῦμε νά γίνουμε καί ἐμεῖς μέτοχοί της, ὅσοι τιμοῦμε τή μνήμη της καί ἐπικαλούμεθα τή μεσιτεία της καί τίς εὐχές της.